Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτήσιππος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτιλίς
κτίλος
κτιλόω
κτίν
κτίννυμι
κτίς
κτίσις
κτίσμα
κτισμός
κτιστεῖον
κτιστήρ
View word page
κτιλίς
κτῐλ-ίς· τιθασός, πρᾷος, ἡγεμών, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτιλίς
Headword (normalized):
κτιλίς
Headword (normalized/stripped):
κτιλις
IDX:
60373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60374
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτῐλ-ίς·</span> <span class="foreign greek">τιθασός, πρᾷος, ἡγεμών</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}