Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτηνότροφος
κτηνύδριον
κτηνώδης
κτησείδιον
κτησίβιος
κτήσιος
κτήσιππος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
κτιλεύω
κτιλίς
κτίλος
κτιλόω
κτίν
κτίννυμι
View word page
κτητορικός
κτη-τορικός, , όν,
A). of an owner, PGiss. 124.7 (vi A.D.).


ShortDef

of an owner

Debugging

Headword:
κτητορικός
Headword (normalized):
κτητορικός
Headword (normalized/stripped):
κτητορικος
IDX:
60367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτη-τορικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of an owner,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PGiss.</span> 124.7 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}