Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνότροφος
κτηνύδριον
κτηνώδης
κτησείδιον
κτησίβιος
κτήσιος
κτήσιππος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
κτήτωρ
κτίδεος
κτίζω
View word page
κτησίβιος
κτης-ίβῐος [σῐ],(κτάομαι)
A). possessing property, Paul.Al. L. 4 .


ShortDef

possessing property

Debugging

Headword:
κτησίβιος
Headword (normalized):
κτησίβιος
Headword (normalized/stripped):
κτησιβιος
IDX:
60361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτης-ίβῐος</span> [<span class="foreign greek">σῐ],</span>(<span class="etym greek">κτάομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">possessing property</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">L.</span> 4 </span>.</div> </div><br><br>'}