Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνότροφος
κτηνύδριον
κτηνώδης
κτησείδιον
κτησίβιος
κτήσιος
κτήσιππος
κτῆσις
κτητέος
κτητικός
κτητορικός
κτητός
View word page
κτηνύδριον
κτην-ύδριον, τό, Dim. of κτῆνος, PStrassb. 92.12 (iii A.D.), PFlor. 120.6 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτηνύδριον
Headword (normalized):
κτηνύδριον
Headword (normalized/stripped):
κτηνυδριον
IDX:
60358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτην-ύδριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">κτῆνος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PStrassb.</span> 92.12 </span> (iii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 120.6 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}