Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτηματώνης
κτηματωνία
κτήν
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνότροφος
κτηνύδριον
κτηνώδης
κτησείδιον
κτησίβιος
κτήσιος
κτήσιππος
View word page
κτηνοστάσιον
κτηνοστάσιον,
A). jumentarium, Gloss.


ShortDef

jumentarium

Debugging

Headword:
κτηνοστάσιον
Headword (normalized):
κτηνοστάσιον
Headword (normalized/stripped):
κτηνοστασιον
IDX:
60353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτηνοστάσιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jumentarium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}