Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτηματίτης
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτήν
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνότροφος
κτηνύδριον
κτηνώδης
κτησείδιον
View word page
κτηνίτης
κτην-ίτης [ῑ],,
A). belonging to beasts, ib.


ShortDef

belonging to beasts

Debugging

Headword:
κτηνίτης
Headword (normalized):
κτηνίτης
Headword (normalized/stripped):
κτηνιτης
IDX:
60350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60351
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτην-ίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">belonging to beasts</span>, ib.</div> </div><br><br>'}