Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κτημάτιον
κτηματίτης
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτήν
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνότροφος
κτηνύδριον
κτηνώδης
View word page
κτηνίατρος
κτην-ίατρος
,
ὁ
,
A).
cattle-doctor,
Gloss.
ShortDef
cattle-doctor
Debugging
Headword:
κτηνίατρος
Headword (normalized):
κτηνίατρος
Headword (normalized/stripped):
κτηνιατρος
IDX:
60349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60350
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτην-ίατρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cattle-doctor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}