Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτηματίδιον
κτηματικός
κτημάτιον
κτηματίτης
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτήν
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
κτῆνος
κτηνοστάσιον
κτηνοτροφεῖον
κτηνοτροφέω
κτηνοτροφία
κτηνότροφος
View word page
κτηναφαίρεσις
κτην-αφαίρεσις, εως, ,
A). cattle-lifting, PMasp. 2 ii 25 (vi A.D.).


ShortDef

cattle-lifting

Debugging

Headword:
κτηναφαίρεσις
Headword (normalized):
κτηναφαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
κτηναφαιρεσις
IDX:
60347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτην-αφαίρεσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cattle-lifting,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 2 ii 25 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}