Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτέω
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτημάτιον
κτηματίτης
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτήν
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
κτηνηδόν
κτηνίατρος
κτηνίτης
κτηνοβάτης
View word page
κτηματοφύλαξ
κτημᾰτοφύλαξ
[
ῠ],
,
A).
estate bailiff, steward,
Gloss.
ShortDef
estate bailiff, steward
Debugging
Headword:
κτηματοφύλαξ
Headword (normalized):
κτηματοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
κτηματοφυλαξ
IDX:
60341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60342
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτημᾰτοφύλαξ</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">estate bailiff, steward,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}