Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτέρες
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτέω
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτημάτιον
κτηματίτης
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
κτήν
κτηναγωγία
κτηναφαίρεσις
View word page
κτηματίδιον
κτηματ-ίδιον, τό, Dim. of foreg.,
A). small estate, PMasp. 21.19 (vi A.D.).


ShortDef

small estate

Debugging

Headword:
κτηματίδιον
Headword (normalized):
κτηματίδιον
Headword (normalized/stripped):
κτηματιδιον
IDX:
60337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτηματ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">small estate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 21.19 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}