Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτενώδης
κτενωτός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτέρες
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτέω
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτημάτιον
κτηματίτης
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
κτηματωνία
View word page
κτέω
κτέω, κτέωμεν,
A). v. κτείνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτέω
Headword (normalized):
κτέω
Headword (normalized/stripped):
κτεω
IDX:
60334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτέω</span>, <span class="orth greek">κτέωμεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κτείνω</span> .</div> </div><br><br>'}