Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτενοπώλης
κτενώδης
κτενωτός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτέρες
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτέω
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτημάτιον
κτηματίτης
κτηματοφύλαξ
κτηματωνέω
κτηματώνης
View word page
κτεριστής
κτερ-ιστής, οῦ, ,
A). undertaker, Hsch.s.v.ταφῆες.


ShortDef

undertaker

Debugging

Headword:
κτεριστής
Headword (normalized):
κτεριστής
Headword (normalized/stripped):
κτεριστης
IDX:
60333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτερ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">undertaker</span>, Hsch.s.v.<span class="foreign greek">ταφῆες</span>.</div> </div><br><br>'}