Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κτενιστός
κτενοειδής
κτενοποιός
κτενοπώλης
κτενώδης
κτενωτός
κτέομαι
κτέρας
κτέρεα
κτερεΐζω
κτέρες
κτερίζω
κτερίσματα
κτεριστής
κτέω
κτηδών
κτῆμα
κτηματίδιον
κτηματικός
κτημάτιον
κτηματίτης
View word page
κτέρες
κτέρ-ες· νεκροί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτέρες
Headword (normalized):
κτέρες
Headword (normalized/stripped):
κτερες
IDX:
60330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτέρ-ες·</span> <span class="foreign greek">νεκροί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}