Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρῶμαξ
κρώπιον
κρῶπος
κρῶσσαι
κρωσσίον
κρωσσός
κρωτάνεροι
κτά
κτάντης
κτάομαι
κτάτεσι
κτεανηχής
κτεανισμός
κτέανον
κτέαρ
κτεάτειρα
κτεατίζω
κτείνω
κτείς
κτενίζω
κτένιον
View word page
κτάτεσι
κτάτεσι· κτήμασι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κτάτεσι
Headword (normalized):
κτάτεσι
Headword (normalized/stripped):
κτατεσι
IDX:
60305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κτάτεσι·</span> <span class="foreign greek">κτήμασι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}