Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρωγμός
κρώζω
κρωκαλέον
κρωμακίσκος
κρῶμαξ
κρώπιον
κρῶπος
κρῶσσαι
κρωσσίον
κρωσσός
κρωτάνεροι
κτά
κτάντης
κτάομαι
κτάτεσι
κτεανηχής
κτεανισμός
κτέανον
κτέαρ
κτεάτειρα
κτεατίζω
View word page
κρωτάνεροι
κρωτάνεροι· βάναυσοι πολῖται, καὶ ἐξελευθεριῶται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρωτάνεροι
Headword (normalized):
κρωτάνεροι
Headword (normalized/stripped):
κρωτανεροι
IDX:
60301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρωτάνεροι·</span> <span class="foreign greek">βάναυσοι πολῖται, καὶ ἐξελευθεριῶται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}