Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρυσταίνομαι
κρυσταλλίζω
κρυστάλλινος
κρυστάλλιον
κρυσταλλοειδής
κρυσταλλόομαι
κρυσταλλόπηκτος
κρύσταλλος
κρυσταλλοφανής
κρυσταλλώδης
κρυτοπώλης
κρύφᾰ
κρυφᾷ
κρυφάδην
κρυφαῖος
κρύφαλον
κρύφασος
κρυφῇ
κρυφηδόν
κρυφία
κρυφιαστής
View word page
κρυτοπώλης
κρῡτοπώλης,
A). v. γρυτοπώλης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρυτοπώλης
Headword (normalized):
κρυτοπώλης
Headword (normalized/stripped):
κρυτοπωλης
IDX:
60252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρῡτοπώλης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γρυτοπώλης</span> .</div> </div><br><br>'}