Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρούστης
κρουστικός
κρουστός
κρουτεῖται
κρούω
κρυαίνω
κρυβάζω
κρύβακτος
κρύβδᾰ
κρύβδην
κρύβες
κρυβῆ
κρύβηλος
κρύβω
κρυερός
κρύμα
κρυμαίνω
κρυμαλέος
κρυμνός
κρυμοπαγής
κρυμός
View word page
κρύβες
κρύβ-ες· νεκροί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρύβες
Headword (normalized):
κρύβες
Headword (normalized/stripped):
κρυβες
IDX:
60211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60212
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρύβ-ες·</span> <span class="foreign greek">νεκροί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}