Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρούνισμα
κρουνισμάτιον
κρουνισμός
κρουνίτης
κρουνός
κρουνοχυτρολήραιος
κρούνωμα
κρουπαλίας
κρούπεζαι
κρουπέζιον
κρουπεζόομαι
κρουπεζοφόρος
κρουσιδημέω
κρουσίης
κρουσίθυρος
κρουσιλύρης
κρουσιμετρέω
κρουσιμέτρης
κροῦσις
κροῦσμα
κρουσμός
View word page
κρουπεζόομαι
κρουπεζό-ομαι, Pass.,
A). have wooden shoes on, Hsch.


ShortDef

have wooden shoes on

Debugging

Headword:
κρουπεζόομαι
Headword (normalized):
κρουπεζόομαι
Headword (normalized/stripped):
κρουπεζοομαι
IDX:
60189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60190
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρουπεζό-ομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have wooden shoes on</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}