Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κροτών
κροτώνη
κροτωνοειδές
κροτωνοφόρος
κρουερ<οῦ>
κροῦμα
κροῦμαι
κρουματικός
κρουμάτιον
κρουματοποιός
κροῦναι
κρουνεῖον
κρουνηδόν
κρουνίζω
κρουνίον
κρουνίσκος
κρούνισμα
κρουνισμάτιον
κρουνισμός
κρουνίτης
κρουνός
View word page
κροῦναι
κροῦναι· τὰ ἄφορα δένδρα, Hsch.; also,
A). = κρῆναι τέλειαι , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κροῦναι
Headword (normalized):
κροῦναι
Headword (normalized/stripped):
κρουναι
IDX:
60173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κροῦναι·</span> <span class="foreign greek">τὰ ἄφορα δένδρα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; also, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κρῆναι τέλειαι</span> , Id.</div> </div><br><br>'}