Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κροτητός
κρότιον
κροτοθόρυβος
κρότος
κροτών
κροτώνη
κροτωνοειδές
κροτωνοφόρος
κρουερ<οῦ>
κροῦμα
κροῦμαι
κρουματικός
κρουμάτιον
κρουματοποιός
κροῦναι
κρουνεῖον
κρουνηδόν
κρουνίζω
κρουνίον
κρουνίσκος
κρούνισμα
View word page
κροῦμαι
κροῦμαι· μύξαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κροῦμαι
Headword (normalized):
κροῦμαι
Headword (normalized/stripped):
κρουμαι
IDX:
60169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κροῦμαι·</span> <span class="foreign greek">μύξαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}