Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κροταφιστής
κροταφίτης
κρόταφος
κροτέω
κρότημα
κροτησίγομφος
κρότησις
κροτησμός
κροτητικός
κροτητός
κρότιον
κροτοθόρυβος
κρότος
κροτών
κροτώνη
κροτωνοειδές
κροτωνοφόρος
κρουερ<οῦ>
κροῦμα
κροῦμαι
κρουματικός
View word page
κρότιον
κρότιον, τό,
A). = κατανάγκη , Ps.- Dsc. 4.131 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρότιον
Headword (normalized):
κρότιον
Headword (normalized/stripped):
κροτιον
IDX:
60160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρότιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατανάγκη</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.131 </span>.</div> </div><br><br>'}