κροσσωτός
κροσς-ωτός, ή, όν, also ός, όν :— 1102
A). tasselled, fringed, l.c., Luc. 28 , , 4.120 POxy. 1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, Ps. 44(45).14 ; cf. κροκωτός 2 .
II). (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, (v.l. 291 κορς-).