Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κροκυλεγμός
κροκύς
κροκύφαντος
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκώτινος
κροκώτιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κροκωτόφορος
κρολίαζε
κρομβόω
κρομμύδιον
κρομμυογήτειον
κρόμμυον
κρομμυοξυρεγμία
κρομμυπώλης
κρομμυπώλιον
κρομμύφακον
κρόμπος
κρόμυον
View word page
κρολίαζε
κρολίαζε· πλησίαζε θᾶττον, Hsch. (Lydian). κρόμβος· ὁ κόνδυλος, καὶ ὁ καπυρός, Id.: Sup.-ότατον· καπυρώτατον, κατακεκονδυλωμένον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρολίαζε
Headword (normalized):
κρολίαζε
Headword (normalized/stripped):
κρολιαζε
IDX:
60105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60106
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρολίαζε·</span> <span class="foreign greek">πλησίαζε θᾶττον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Lydian). <span class="orth greek">κρόμβος·</span> <span class="foreign greek">ὁ κόνδυλος, καὶ ὁ καπυρός</span>, Id.: Sup.-<span class="foreign greek">ότατον· καπυρώτατον, κατακεκονδυλωμένον</span>, Id.</div><br><br>'}