Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κροκομέριον
κροκόμηλον
κροκονητική
κροκόπεπλος
κρόκος
κροκόττας
κροκόω
κροκυδίζω
κροκυδισμός
κροκυδολογέω
κροκυλεγμός
κροκύς
κροκύφαντος
κροκώδης
κροκωτίδιον
κροκώτινος
κροκώτιον
κροκωτός
κροκωτοφορέω
κροκωτόφορος
κρολίαζε
View word page
κροκυλεγμός
κροκῠλεγμός
,
ὁ
,
A).
=
κροκυδισμός
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κροκυλεγμός
Headword (normalized):
κροκυλεγμός
Headword (normalized/stripped):
κροκυλεγμος
IDX:
60095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60096
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κροκῠλεγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κροκυδισμός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}