Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκοδιλέα
κροκοδίλεον
κροκοδιλιάς
κροκοδίλινος
κροκοδιλίτης
κροκοδιλοβοσκός
κροκοδιλόβρωτος
κροκοδιλόδηκτος
κροκοδιλοειδής
κροκοδιλοπάρδαλις
κροκόδιλος
κροκοδιλοτάφιον
κροκοειδής
κροκοείμων
κροκόεις
κροκόμαγμα
κροκομέριον
κροκόμηλον
κροκονητική
View word page
κροκοδιλοειδής
κροκο-δῑλοειδής, ές,
A). in the form of a crocodile, PMag. Leid.V. 3.15 (κορκ- Pap.).


ShortDef

in the form of a crocodile

Debugging

Headword:
κροκοδιλοειδής
Headword (normalized):
κροκοδιλοειδής
Headword (normalized/stripped):
κροκοδιλοειδης
IDX:
60077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κροκο-δῑλοειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in the form of a crocodile, PMag. Leid.V.</span> <span class="bibl"> 3.15 </span> (<span class="itype greek">κορκ</span>- Pap.).</div> </div><br><br>'}