Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρόκκαι
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκοδιλέα
κροκοδίλεον
κροκοδιλιάς
κροκοδίλινος
κροκοδιλίτης
κροκοδιλοβοσκός
κροκοδιλόβρωτος
κροκοδιλόδηκτος
κροκοδιλοειδής
κροκοδιλοπάρδαλις
κροκόδιλος
κροκοδιλοτάφιον
κροκοειδής
κροκοείμων
κροκόεις
κροκόμαγμα
κροκομέριον
κροκόμηλον
View word page
κροκοδιλόδηκτος
κροκο-δῑλόδηκτος, ον,
A). bitten by a crocodile, Dsc. 5.109 .


ShortDef

bitten by a crocodile

Debugging

Headword:
κροκοδιλόδηκτος
Headword (normalized):
κροκοδιλόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
κροκοδιλοδηκτος
IDX:
60076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60077
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κροκο-δῑλόδηκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bitten by a crocodile</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.109 </span>.</div> </div><br><br>'}