Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κροκισμός
κρόκκαι
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκοδιλέα
κροκοδίλεον
κροκοδιλιάς
κροκοδίλινος
κροκοδιλίτης
κροκοδιλοβοσκός
κροκοδιλόβρωτος
κροκοδιλόδηκτος
κροκοδιλοειδής
κροκοδιλοπάρδαλις
κροκόδιλος
κροκοδιλοτάφιον
κροκοειδής
κροκοείμων
κροκόεις
κροκόμαγμα
κροκομέριον
View word page
κροκοδιλόβρωτος
κροκο-δῑλόβρωτος, ον, = sq., Aët. 13.6 tit.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κροκοδιλόβρωτος
Headword (normalized):
κροκοδιλόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
κροκοδιλοβρωτος
IDX:
60075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60076
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κροκο-δῑλόβρωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg013:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg013:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 13.6 </a> tit.</div><br><br>'}