Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κροκίς
κροκισμός
κρόκκαι
κροκόβαπτος
κροκοβαφής
κροκοδιλέα
κροκοδίλεον
κροκοδιλιάς
κροκοδίλινος
κροκοδιλίτης
κροκοδιλοβοσκός
κροκοδιλόβρωτος
κροκοδιλόδηκτος
κροκοδιλοειδής
κροκοδιλοπάρδαλις
κροκόδιλος
κροκοδιλοτάφιον
κροκοειδής
κροκοείμων
κροκόεις
κροκόμαγμα
View word page
κροκοδιλοβοσκός
κροκο-δῑλοβοσκός
,
ὁ
,
A).
feeder of sacred crocodiles
,
BGU
734 ii 7
(iii A. D., abbrev.).
ShortDef
feeder of sacred crocodiles
Debugging
Headword:
κροκοδιλοβοσκός
Headword (normalized):
κροκοδιλοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
κροκοδιλοβοσκος
IDX:
60074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60075
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κροκο-δῑλοβοσκός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">feeder of sacred crocodiles</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 734 ii 7 </span> (iii A. D., abbrev.).</div> </div><br><br>'}