Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κριωπός
κρίως
κροαίνω
κρόβαλος
κροιός
κρόκα
κροκάλη
κρόκαλον
κροκᾶτον
κρόκεος
κρόκες
κρόκη
κροκήϊος
κροκηρός
κροκίας
κροκίζω
κρόκινος
κρόκιον
κροκίς
κροκισμός
κρόκκαι
View word page
κρόκες
κρόκες, αἱ, metapl. nom. pl. of sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρόκες
Headword (normalized):
κρόκες
Headword (normalized/stripped):
κροκες
IDX:
60056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60057
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρόκες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, metapl. nom. pl. of sq.</div><br><br>'}