Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κριτήριον
κριτής
Κριτιάζω
κριτικός
κριτός
κριώδης
κρίωμα
κριωπός
κρίως
κροαίνω
κρόβαλος
κροιός
κρόκα
κροκάλη
κρόκαλον
κροκᾶτον
κρόκεος
κρόκες
κρόκη
κροκήϊος
κροκηρός
View word page
κρόβαλος
κρόβαλος· ὁ μαλλὸς τῶν παιδίων, καὶ αἱ τρίχες τῶν αἰδοίων, Hsch. κροβάντιον· πολίον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρόβαλος
Headword (normalized):
κρόβαλος
Headword (normalized/stripped):
κροβαλος
IDX:
60049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρόβαλος·</span> <span class="foreign greek">ὁ μαλλὸς τῶν παιδίων, καὶ αἱ τρίχες τῶν αἰδοίων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κροβάντιον·</span> <span class="foreign greek">πολίον</span>, Id.</div><br><br>'}