Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κριτέος
κριτήρ
κριτήριον
κριτής
Κριτιάζω
κριτικός
κριτός
κριώδης
κρίωμα
κριωπός
κρίως
κροαίνω
κρόβαλος
κροιός
κρόκα
κροκάλη
κρόκαλον
κροκᾶτον
κρόκεος
κρόκες
κρόκη
View word page
κρίως
κρίως
, Cret. gen. sg. of
κρέας
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κρίως
Headword (normalized):
κρίως
Headword (normalized/stripped):
κριως
IDX:
60047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60048
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρίως</span>, Cret. gen. sg. of <span class="foreign greek">κρέας</span> (q.v.).</div><br><br>'}