Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κρινοστέφανος
κρίνω
κρινωνιά
κρινωτός
κριξός
κριοβόλιον
κριοβόλος
κριογενής
κριοδόχη
κριοειδής
κριόθεος
κριοκέρατος
κριοκέφαλος
κριοκοπέω
κριομαχέω
κριόμορφος
κριόμυξος
κριον
κριοπρόσωπος
κριόπρῳρος
κριός
View word page
κριόθεος
κρῑό-θεος
,
ὁ
,
A).
=
ἀμμωνιακόν
, Ps.-
Dsc.
3.84
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κριόθεος
Headword (normalized):
κριόθεος
Headword (normalized/stripped):
κριοθεος
IDX:
60008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60009
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρῑό-θεος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀμμωνιακόν</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.84 </span>.</div> </div><br><br>'}