Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κρινάνθεμον
κρίνη
κρίνινος
κρινοειδής
κρινόμυρον
κρίνον
κρινοστέφανος
κρίνω
κρινωνιά
κρινωτός
κριξός
κριοβόλιον
κριοβόλος
κριογενής
κριοδόχη
κριοειδής
κριόθεος
κριοκέρατος
κριοκέφαλος
κριοκοπέω
κριομαχέω
View word page
κριξός
κριξός
,
ὁ
, Dor. for
κιρσός
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κριξός
Headword (normalized):
κριξός
Headword (normalized/stripped):
κριξος
IDX:
60002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-60003
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κριξός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">κιρσός</span> (q.v.).</div><br><br>'}