Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρίκωμα
κρίκωσις
κρικωτός
κρίμα
κριμνῆστις
κριμνίτης
κρίμνον
κρίμνος
κριμνώδης
κρινάνθεμον
κρίνη
κρίνινος
κρινοειδής
κρινόμυρον
κρίνον
κρινοστέφανος
κρίνω
κρινωνιά
κρινωτός
κριξός
κριοβόλιον
View word page
κρίνη
κρίνη· κνίδη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρίνη
Headword (normalized):
κρίνη
Headword (normalized/stripped):
κρινη
IDX:
59993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρίνη·</span> <span class="foreign greek">κνίδη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}