Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρικηλασία
κρίκιον
κρικοειδής
κρικόομαι
κρικοποιέομαι
κρίκος
κρίκωμα
κρίκωσις
κρικωτός
κρίμα
κριμνῆστις
κριμνίτης
κρίμνον
κρίμνος
κριμνώδης
κρινάνθεμον
κρίνη
κρίνινος
κρινοειδής
κρινόμυρον
κρίνον
View word page
κριμνῆστις
κριμν-ῆστις· πλακοῦντος εἶδος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κριμνῆστις
Headword (normalized):
κριμνῆστις
Headword (normalized/stripped):
κριμνηστις
IDX:
59987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κριμν-ῆστις·</span> <span class="foreign greek">πλακοῦντος εἶδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}