Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κριθθός
κριθίασις
κριθιάω
κριθίδιον
κριθίζω
κριθικός
κρίθινος
κριθίον
κρίθμος
κριθόγιτον
κριθόκανον
κριθολόγος
κριθομαντεῖα
κριθόμαντις
κριθοπομπία
κριθόπυρον
κριθοπώλης
κριθοτράγος
κριθοφαγία
κριθοφάγος
κριθοφόρος
View word page
κριθόκανον
κρῑθό-κανον· σπέρμα μελανθίῳ ὅμοιον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κριθόκανον
Headword (normalized):
κριθόκανον
Headword (normalized/stripped):
κριθοκανον
IDX:
59960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρῑθό-κανον·</span> <span class="foreign greek">σπέρμα μελανθίῳ ὅμοιον</span>, Id.</div><br><br>'}