Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμφιπέλομαι
ἀμφιπένομαι
ἀμφιπεριΐσταμαι
ἀμφιπερικτίονες
ἀμφιπέριξ
ἀμφιπεριπλάσσω
ἀμφιπεριπλέγδην
ἀμφιπεριπλέκομαι
ἀμφιπεριπτώσσω
ἀμφιπερισκαίρω
ἀμφιπεριστείνομαι
ἀμφιπεριστέφομαι
ἀμφιπεριστρωφάω
ἀμφιπερισφίγγω
ἀμφιπεριτρομέω
ἀμφιπεριτρύζω
ἀμφιπεριφθινύθω
ἀμφιπεριφρίσσω
ἀμφιπετάννυμι
ἀμφιπέτομαι
ἀμφιπήγνυμαι
View word page
ἀμφιπεριστείνομαι
ἀμφιπερι-στείνομαι, Pass., (στεινός, στενός)
A). to be pressed, crowded on all sides, Call. Del. 179 .


ShortDef

to be pressed, crowded on all sides

Debugging

Headword:
ἀμφιπεριστείνομαι
Headword (normalized):
ἀμφιπεριστείνομαι
Headword (normalized/stripped):
αμφιπεριστεινομαι
IDX:
5994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφιπερι-στείνομαι</span>, Pass., (<span class="etym greek">στεινός, στενός</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be pressed, crowded on all sides,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg002:179" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg002:179/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Call.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Del.</span> 179 </a>.</div> </div><br><br>'}