Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρημνισμός
κρημνοβατέω
κρημνοβάτης
κρημνόγραφος
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρημοφόρος
κρηνάγγη
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
κρηνιάς
κρηνίδιον
κρηνίον
κρηνίς
View word page
κρημοφόρος
κρημοφόρος, , dub. sens.,
A). οἰνοχόαι καὶ κρημοφόροι IG 22.1425.358 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρημοφόρος
Headword (normalized):
κρημοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κρημοφορος
IDX:
59878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρημοφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">οἰνοχόαι καὶ κρημοφόροι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1425.358 </span> .</div> </div><br><br>'}