Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρημνηγορέω
κρήμνημι
κρημνίζω
κρήμνισις
κρημνισμός
κρημνοβατέω
κρημνοβάτης
κρημνόγραφος
κρημνοποιός
κρημνός
κρημνός
κρημνοφοβέομαι
κρημνώδης
κρημνώρεια
κρημοφόρος
κρηνάγγη
κρηναῖος
κρήνη
κρήνηθεν
κρηνήϊος
κρήνηνδε
View word page
κρημνός
κρημνός (B),
A). v. κριμνός .


ShortDef

an overhanging bank
[lexical cite]

Debugging

Headword:
κρημνός
Headword (normalized):
κρημνός
Headword (normalized/stripped):
κρημνος
IDX:
59874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρημνός</span> (B), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κριμνός</span> .</div> </div><br><br>'}