Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμφιπαλύνω
ἀμφιπαρίσταμαι
ἀμφίπαστον
ἀμφιπατάσσω
ἀμφιπάτορες
ἀμφιπεδάω
ἀμφίπεδος
ἀμφιπέλεκκον
ἀμφιπέλομαι
ἀμφιπένομαι
ἀμφιπεριΐσταμαι
ἀμφιπερικτίονες
ἀμφιπέριξ
ἀμφιπεριπλάσσω
ἀμφιπεριπλέγδην
ἀμφιπεριπλέκομαι
ἀμφιπεριπτώσσω
ἀμφιπερισκαίρω
ἀμφιπεριστείνομαι
ἀμφιπεριστέφομαι
ἀμφιπεριστρωφάω
View word page
ἀμφιπεριΐσταμαι
ἀμφιπερι-ΐσταμαι
, Pass.,
A).
stand around,
Q
S.
3.201
.
ShortDef
stand around
Debugging
Headword:
ἀμφιπεριΐσταμαι
Headword (normalized):
ἀμφιπεριΐσταμαι
Headword (normalized/stripped):
αμφιπεριισταμαι
IDX:
5986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5987
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφιπερι-ΐσταμαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stand around,</span> Q <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> 3.201 </span>.</div> </div><br><br>'}