Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κρεοτομέω
κρεουργέω
κρεουργηδόν
κρεουργία
κρεουργικός
κρεουργός
κρεοφαγέω
κρεοφαγία
κρεοφάγος
κρέσσων
κρετέω
κρεω
κρεώδης
κρέων1
κρεών2
κρήγυος
κρηδεμνόκομος
κρήδεμνον
κρήδεσμον
κρῆθμον
κρήϊνον
View word page
κρετέω
κρετέω
,
κρέτος
, Aeol. for
κρατέω, κράτος
(qq.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κρετέω
Headword (normalized):
κρετέω
Headword (normalized/stripped):
κρετεω
IDX:
59851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59852
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρετέω</span>, <span class="orth greek">κρέτος</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">κρατέω, κράτος</span> (qq.v.).</div><br><br>'}