Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρειοφάγος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρεισσόω
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων1
κρειῶν2
κρεκάδια
κρέκελος
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρέμασμα
κρεμασμός
κρεμαστάριον
View word page
κρέκελος
κρέκελος· θρῆνος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρέκελος
Headword (normalized):
κρέκελος
Headword (normalized/stripped):
κρεκελος
IDX:
59795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρέκελος·</span> <span class="foreign greek">θρῆνος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}