Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρεῖον
κρεῖος
κρειοφάγος
κρεΐσκος
κρεισσονεύω
κρεισσότεκνος
κρεισσόω
κρείσσων
κρειττόομαι
κρείων1
κρειῶν2
κρεκάδια
κρέκελος
κρεκτός
κρέκω
κρεμάθρα
κρεμάννυμι
κρεμάς
κρεμασία
κρέμασις
κρέμασμα
View word page
κρειῶν2
κρειῶν, Ep. gen. pl. of κρέας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρειῶν2
Headword (normalized):
κρειῶν
Headword (normalized/stripped):
κρειων2
IDX:
59793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρειῶν</span>, Ep. gen. pl. of <span class="foreign greek">κρέας</span>.</div><br><br>'}