Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κρατιστεύω
κρατιστής
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατόδετον
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
κρατός
κρατυντήριος
κρατυντικός
κρατυντός
κρατύντωρ
κρατύνω
κρατύς
κρατυσμός
κράτωρ
κραύγαζος
κραυγάζω
View word page
κρατός
κρᾱτός
, gen.sg. of
κράς
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κρατός
Headword (normalized):
κρατός
Headword (normalized/stripped):
κρατος
IDX:
59738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59739
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρᾱτός</span>, gen.sg. of <span class="foreign greek">κράς</span> (q.v.).</div><br><br>'}