Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
κρατήτωρ
κρατίζομαι
Κρατίνειος
κρατιστ<ε>ία
κρατιστεύω
κρατιστής
κρατιστίνδην
κράτιστος
κρατοβρώς
κρατογενής
κρατόδετον
κρατοπλαγής
κρατορία
κράτος
κρατός
κρατυντήριος
View word page
κρατιστής
κρᾰτιστ-ής, οῦ, ,
A). = κρατητής, ὦ βασιλέων κύριοι καὶ κρατισταί PMag.Leid.V. 7.15 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρατιστής
Headword (normalized):
κρατιστής
Headword (normalized/stripped):
κρατιστης
IDX:
59729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59730
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρᾰτιστ-ής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κρατητής, ὦ βασιλέων κύριοι καὶ κρατισταί</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Leid.V.</span> 7.15 </span>.</div> </div><br><br>'}