κρατητικός
κρᾰτ-ητικός, ή, όν,
2). ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Inst. 121 ; κ. τῶν ὅλων in Ti. 1.69 ; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, in Prm. p.736
4). Astrol., predominant, Vett. Val. 333.5 .