Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κρατεύω
κρατέω
κράτημα
κρατήρ
κρατηρία
κραίαρχος
κραίζω
κράιον
κραίσκος
κρατηροφόρος
Κράτης
κρατησιβίας
κρατησίμαχος
κρατησίπους
κρατήσιππος
κράτησις
Κρατήτειος
κρατητέον
κρατητής
κρατητικός
κρατητός
View word page
Κράτης
Κράτης, , mystical title, PMag.Leid.V. 7.18 .


ShortDef

Crates

Debugging

Headword:
Κράτης
Headword (normalized):
κράτης
Headword (normalized/stripped):
κρατης
IDX:
59713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κράτης</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, mystical title, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Leid.V.</span> 7.18 </span>.</div><br><br>'}