Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμφιμυκάομαι
ἀμφιμωλέω
ἀμφινάω
ἀμφινεικής
ἀμφινείκητος
ἀμφινέμομαι
ἀμφινεύω
ἀμφινοέω
ἀμφίνοος
ἀμφινωμάω
ἀμφινωτίζοντα
ἀμφίνωτις
ἀμφίνωτοι
ἀμφιξέω
ἀμφίξοος
ἀμφίον
ἀμφιορκία
ἀμφιπαγής
ἀμφιπαίω
ἀμφίπαλτος
ἀμφιπαλύνω
View word page
ἀμφινωτίζοντα
ἀμφι-νωτίζοντα·
προσπελάζοντα, προσφερόμενον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμφινωτίζοντα
Headword (normalized):
ἀμφινωτίζοντα
Headword (normalized/stripped):
αμφινωτιζοντα
IDX:
5966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5967
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφι-νωτίζοντα·</span> <span class="foreign greek">προσπελάζοντα, προσφερόμενον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}