Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κράριον
κράς
κρᾶς
κρασβόλος
κρας<ε>ίδιον
κρασέρα
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
κραστῆναι
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιά
κραταιβάτης
κραταίβιος
κραταίβολος
κραταίγονος
κράταιγος
View word page
κραστῆναι
κραστῆναι·
διάκονοι γυναῖκες
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κραστῆναι
Headword (normalized):
κραστῆναι
Headword (normalized/stripped):
κραστηναι
IDX:
59660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59661
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κραστῆναι·</span> <span class="foreign greek">διάκονοι γυναῖκες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}