Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κράντης
κράντωρ
κράος
κραπαταλίας
κραπαταλός
κράριον
κράς
κρᾶς
κρασβόλος
κρας<ε>ίδιον
κρασέρα
κρᾶσις
κρασπεδίτης
κράσπεδον
κρασπεδόομαι
κραστῆναι
κραστήριον
κραστίζομαι
κράστις
κρᾶτα
κραταιά
View word page
κρασέρα
κρασέρα· ἀλευρόττησις (κράσσεᾱ ἀλευρωτίς cod.), Hsch.; cf. κρησέρα, κραἅρα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κρασέρα
Headword (normalized):
κρασέρα
Headword (normalized/stripped):
κρασερα
IDX:
59655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-59656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κρασέρα·</span> <span class="foreign greek">ἀλευρόττησις </span>(<span class="foreign greek">κράσσεᾱ ἀλευρωτίς</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κρησέρα, κραἅρα</span>.</div><br><br>'}